φιαλωτός

φιαλωτός
φῐᾰλ-ωτός, ή, όν,
A saucer-shaped,

θυμιατήριον IG11(2).161

B36,37 (Delos, iii B. C.); θρίδακες φιαλωταί lettuces with a broad flat head, Gp.12.13.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιαλωτός — ή, ό / φιαλωτός, ή, όν, ΝΜ [φιαλῶ] φιαλοειδής …   Dictionary of Greek

  • φιαλωτός — ή, ό ο κοίλος και στρογγυλόσχημος όπως η φιάλη, που έχει σχήμα μπουκαλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιαλωτάς — φιαλωτά̱ς , φιαλωτός saucer shaped fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”